- Τρῳάδων
- Τρῳάςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταριθμώ — (AM καταριθμῶ, έω) αριθμώ με ακρίβεια, μετρώ ένα προς ένα, απαριθμώ νεοελλ. καταγράφω σε κατάλογο|| αρχ. 1. κατατάσσω με άλλους, συγκαταλέγω «καταρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα», Ευρ.) 2. διηγούμαι λεπτομερώς 3. κάνω λογαριασμό 4. μέσ. καταριθμοῡμαι … Dictionary of Greek
Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… … Dictionary of Greek